- ευέκνιπτος
- εὐέκνιπτος, -ον (Α)(για χρώμα) αυτός που εξαλείφεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ-νιπτος (< εκ-νίζω «εξαλείφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐέκνιπτος — easy to wash out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέκπλυτος — εὐέκπλυτος, ον (Α) 1. ευέκνιπτος 2. αυτός που ξεπλένει, καθαρίζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ πλυτος (< εκ πλύνω)] … Dictionary of Greek